κοτσύφι

κοτσύφι
το [κότσυφας]
κότσυφας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… …   Dictionary of Greek

  • ακούκουτσος — η, ο [κουκούτσι] (για καρπούς) 1. αυτός που δεν έχει κουκούτσι 2. (για πουλιά) ο παχύς «κοτσύφι ακούκουτσο» 3. (για ανθρώπους) ο πάμφτωχος «είναι ακούκουτσος» …   Dictionary of Greek

  • κιχλοκόσσυφος — κιχλοκόσσυφος, ὁ (Α) είδος τσίχλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίχλα «τσίχλα» + κόσσυφος «κοτσύφι»] …   Dictionary of Greek

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο …   Dictionary of Greek

  • κότσυφας — κότσυφας, ο και κότσυφας, ο και κοτσύφι, το το πουλί «κόσσυφος» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”